- ενοικιαστήριο(ν)
- τό1) договор о найме, аренде; 2) объявление о сдаче в аренду, внаём; объявление о найме
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενοικιαστήριο — το 1. συμβόλαιο ή συμφωνητικό ενοικίασης, το μισθωτήριο (ενν. έγγραφο). 2. έγγραφη (ή έντυπη) αγγελία, που γνωστοποιεί την προσφορά ακινήτου για ενοικίαση ή και πινακίδα με γραμμένη τη λέξη «ενοικιάζεται» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικιαστήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ενοικίαση: Ενοικιαστήριο συμβόλαιο. 2. το ουδ. ως ουσ., ενοικιαστήριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικιαστήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στην ενοικίαση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενοικιαστήριο α) συμβόλαιο ή συμφωνητικό μισθώσεως β) έγγραφη αγγελία σε εφημερίδα ή σε εμφανές σημείο τού ακινήτου με την οποία ανακοινώνεται η ύπαρξη διαθέσιμου ακινήτου για… … Dictionary of Greek
μισθωτήριο — το το έγγραφο συμβόλαιο ή συμφωνητικό με τους όρους μίσθωσης, το ενοικιαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)